αιματοκύλισμα

αιματοκύλισμα
το και -κυλισμός, ο [αιματοκυλίζω]
αιματηρή σύρραξη, αιματοχυσία, φονικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ …   Dictionary of Greek

  • αιματοκυλισιά — η [αιματοκυλίζω] το αιματοκύλισμα …   Dictionary of Greek

  • αιματοχυσία — η (Μ αἱματοχυσία) [aἱματόχυτος] νεοελλ. αιματηρή σύρραξη, αιματοκύλισμα μσν. έκχυση αίματος, αιματεκχυσία* …   Dictionary of Greek

  • Άντινγκτον, Χένρι — (Henry Adington, 1757 – 1844). Άγγλος πολιτικός. Εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των συντηρητικών το 1783 (λόρδος Σίντμουντ). Αργότερα έγινε πρωθυπουργός (1801 4) και υπουργός Εσωτερικών (1813 21). Ευθύνεται για το αιματοκύλισμα του συλλαλητηρίου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • (αι)ματοκύλισμα — το, ατος τραυματισμοί, φόνοι, σφαγή: Αυτό που έγινε ήταν σωστό ματοκύλισμα. ματοκύλισμα το το αιματοκύλισμα, η σφαγή: Το ματοκύλισμα του εμφύλιου πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”